τάγγη — η, Ν βλ. ταγγή … Dictionary of Greek
ταγγαί — ταγγή rancidity fem nom/voc pl ταγγός rancid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγῶν — ταγγή rancidity fem gen pl ταγγός rancid fem gen pl ταγγός rancid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ … Dictionary of Greek
ταγγά — ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγγός rancid neut nom/voc/acc pl ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγγίασις — άσεως, ἡ, Α ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιάω/ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός … Dictionary of Greek
ταγκή — η, Ν βλ. ταγγή … Dictionary of Greek