ταγγή

ταγγή
η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν
τάγγιση
αρχ.
είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ. stinken «βρομάω») και αρχ. νορβ. st?kr «με άσχημη μυρωδιά» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τάγγη — η, Ν βλ. ταγγή …   Dictionary of Greek

  • ταγγαί — ταγγή rancidity fem nom/voc pl ταγγός rancid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγῶν — ταγγή rancidity fem gen pl ταγγός rancid fem gen pl ταγγός rancid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγός — ή, ό / ταγγός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν 1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση 2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή βλ. ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τής λ …   Dictionary of Greek

  • ταγγά — ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγή rancidity fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγγός rancid neut nom/voc/acc pl ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc/acc dual ταγγά̱ , ταγγός rancid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγίασις — άσεως, ἡ, Α ταγγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιάω/ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός …   Dictionary of Greek

  • ταγκή — η, Ν βλ. ταγγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”